ραπίζω

ραπίζω
ῥαπίζω, ΝΜΑ
χτυπώ κάποιον με ανοιχτή την παλάμη τού χεριού στο πρόσωπο, χαστουκίζω (α. «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αύτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ΚΔ
β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ)
αρχ.
1. χτυπώ κάποιον με ραβδί ή μαστίγιο («ἔχοντες μάστιγας ἐρράπιζον πάντα ἄνδρα», Ηρόδ.)
2. χτυπώ («ῥαπίζω τὸν ἀέρα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν το ρ. ῥαπίζω παράγεται από τον τ. ῥαπίς* ή από κάποιο άλλο όν. (πιθ. *ῥάψ, *ῥαπή) ή, ακόμη, αν προέρχεται από κάποιον αρχαιότερο ρηματ. τύπο. Έχει προταθεί η σύνδεση του με τη λ. ῥάβδος(βλ. λ. ῥαπίς, ράβδος), καθώς και η αναγωγή του στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ρ. ῥέπω*, οπότε το ρ. ρἁπίζω θα δήλωνε αρχικά την γρήγορη ή βιαστική κίνηση ενός ραβδιού, μιας βέργας ή τού χεριού (βλ. και λ. ραπίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ῥαπίζω — strike with a stick pres subj act 1st sg ῥαπίζω strike with a stick pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ραπίζω — ραπίζω, ράπισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ραπίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, χτυπώ στο πρόσωπο με την παλάμη, μπατσίζω: Άνθρωπος που άλλοτε δεν τολμούσε να τον κοιτάξει, τώρα τον ζύγωσε και τον ράπισε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐρραπίσθην — ῥαπίζω strike with a stick plup ind mp 3rd dual ῥαπίζω strike with a stick aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ῥαπίζω strike with a stick aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπίσει — ῥαπίζω strike with a stick aor subj act 3rd sg (epic) ῥαπίζω strike with a stick fut ind mid 2nd sg ῥαπίζω strike with a stick fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπίσουσιν — ῥαπίζω strike with a stick aor subj act 3rd pl (epic) ῥαπίζω strike with a stick fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ῥαπίζω strike with a stick fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπίσω — ῥαπίζω strike with a stick aor subj act 1st sg ῥαπίζω strike with a stick fut ind act 1st sg ῥαπίζω strike with a stick aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥαπίσῃ — ῥαπίζω strike with a stick aor subj mid 2nd sg ῥαπίζω strike with a stick aor subj act 3rd sg ῥαπίζω strike with a stick fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐραπίσθην — ῥαπίζω strike with a stick aor ind pass 3rd pl (epic doric aeolic) ῥαπίζω strike with a stick aor ind pass 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρράπιζον — ῥαπίζω strike with a stick imperf ind act 3rd pl ῥαπίζω strike with a stick imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”